Η Υφυπουργός Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, Άννα Ευθυμίου, παραχώρησε συνέντευξη στην εκπομπή «10’ με Τόνο» στο ΕΡΤNEWS και τη δημοσιογράφο Στέλλα Παπαμιχαήλ, όπου αναφέρθηκε εκτενώς στις ρυθμίσεις του νέου εργασιακού νομοσχεδίου που συζητείται την ερχόμενη εβδομάδα στη Βουλή.
Η Υφυπουργός επεσήμανε ότι η κυβέρνηση παραμένει σταθερά προσηλωμένη στην προστασία του 8ώρου, το οποίο χαρακτήρισε θεμελιώδες και αδιαπραγμάτευτο εργασιακό δικαίωμα, κατακτημένο μέσα από μακροχρόνιους κοινωνικούς αγώνες.
«Το 8ωρο δεν καταργείται, ούτε αμφισβητείται. Αντιθέτως, η Πολιτεία το προστατεύει και το ενισχύει», υπογράμμισε η κ. Ευθυμίου.
Αναφερόμενη στη ρύθμιση για τη δυνατότητα 13ωρης απασχόλησης, διευκρίνισε ότι πρόκειται για κατ’ εξαίρεση επιλογή, η οποία προβλέπεται μόνο υπό αυστηρούς όρους και με τη ρητή συναίνεση του εργαζομένου, εντός των χρονικών ορίων που ορίζουν η ευρωπαϊκή και η εθνική νομοθεσία.
Η δυνατότητα αυτή αντιστοιχεί σε 37,5 ημέρες ετησίως, και αφορά περιορισμένες περιπτώσεις που καλύπτονται από ειδικές επιχειρησιακές ανάγκες.
Η Υφυπουργός διευκρίνισε ότι το πλαίσιο παρέχει σαφείς εγγυήσεις προστασίας των εργαζομένων:
• Η άρνηση του εργαζόμενου να εργαστεί πέραν του 8ώρου δεν μπορεί να αποτελέσει λόγο απόλυσης.
• Κάθε τέτοια απόλυση θεωρείται άκυρη και βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας.
• Το βάρος απόδειξης ότι η απόλυση δεν σχετίζεται με την άρνηση του εργαζομένου φέρει ο εργοδότης.
• Οι εργαζόμενοι διατηρούν δικαίωμα καταγγελίας στην Επιθεώρηση Εργασίας για την προστασία των δικαιωμάτων τους.
Παράλληλα, η Υφυπουργός υπογράμμισε ότι το ισχύον κοινωνικό και οικονομικό περιβάλλον ενισχύει τη διαπραγματευτική ισχύ των εργαζομένων, καθώς η ανεργία έχει μειωθεί στο 8%, δηλαδή δέκα ποσοστιαίες μονάδες χαμηλότερα σε σχέση με το 2019.
Αυτό, όπως ανέφερε, επιτρέπει στους εργαζομένους να διαπραγματεύονται με μεγαλύτερη ασφάλεια και αυτοπεποίθηση τους όρους εργασίας τους, ιδίως σε κλάδους με υψηλή ζήτηση, όπως ο τουρισμός και η εστίαση.
Η Υφυπουργός ανέδειξε επίσης τη σημασία των τεχνολογικών εργαλείων διαφάνειας, τονίζοντας ότι η ψηφιακή κάρτα εργασίας έχει ήδη αποδώσει μετρήσιμα αποτελέσματα:
«Το 2025 έχουν καταγραφεί 1,8 εκατομμύρια περισσότερες ώρες εργασίας σε σχέση με το 2024, ενώ καλύπτονται πλέον 1.850.000 εργαζόμενοι. Η ψηφιακή κάρτα καταγράφει σε πραγματικό χρόνο τις ώρες απασχόλησης, διασφαλίζοντας την ορθή εφαρμογή του ωραρίου και των υπερωριών.»
Σε ό,τι αφορά την Επιθεώρηση Εργασίας, η Υφυπουργός επισήμανε τη σημαντική ενίσχυση των ελεγκτικών μηχανισμών και την ποιοτική αναβάθμιση των ελέγχων.
Οι έλεγχοι, όπως ανέφερε, αυξήθηκαν από 54.800 το 2019 σε 80.000 το 2024, ενώ ενισχύθηκε το στελεχιακό δυναμικό της Ανεξάρτητης Αρχής με 100 νέους επιθεωρητές τα τελευταία χρόνια.
Παράλληλα, αξιοποιούνται σύγχρονα τεχνολογικά μέσα, όπως drones για επιτόπιους ελέγχους σε ανοιχτούς ή επικίνδυνους χώρους, καθώς και συστήματα ανάλυσης δεδομένων (business intelligence) για την καλύτερη στόχευση των ελέγχων.
Αναφερόμενη στις συλλογικές συμβάσεις εργασίας, η Υφυπουργός έκανε γνωστό ότι βρίσκεται σε εξέλιξη η εκπόνηση ενός μονοετούς σχεδίου δράσης για την ενίσχυσή τους, με στόχο την κάλυψη έως και του 80% των εργαζομένων.
Η σχετική διαδικασία πραγματοποιείται σε συνεργασία με τους κοινωνικούς εταίρους, υπό την εποπτεία του Υπουργείου Εργασίας, και αναμένεται να ολοκληρωθεί έως το τέλος του έτους.
«Η ενίσχυση των συλλογικών συμβάσεων και η αύξηση των μισθών αποτελούν προτεραιότητες της κυβέρνησης. Θέλουμε περισσότερες και καλύτερα αμειβόμενες θέσεις εργασίας, μέσα σε ένα σταθερό και δίκαιο εργασιακό περιβάλλον», ανέφερε η κα Ευθυμίου.
Κλείνοντας, τόνισε ότι η εργασιακή πολιτική της κυβέρνησης κινείται σε διπλή κατεύθυνση, αφενός, στην ενίσχυση των δικαιωμάτων και της προστασίας των εργαζομένων, και αφετέρου, στη στήριξη της παραγωγικότητας και της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων, μέσα από τη μείωση της γραφειοκρατίας, την ψηφιοποίηση των διαδικασιών και τη διαμόρφωση ενός σταθερού και δίκαιου φορολογικού πλαισίου.
«Η αύξηση των μισθών περνά μέσα από ισχυρές συλλογικές συμβάσεις και παραγωγικές επιχειρήσεις. Μόνο έτσι μπορούμε να οικοδομήσουμε μια δίκαιη και βιώσιμη αγορά εργασίας».

